- υπόγρυπος
- -ον, Ααυτός που έχει μύτη λίγο γαμψή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + γρυπός «καμπύλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόγρυπος — with a rather hooked nose masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)